- προϊόν
- το, Ν1. το αποτέλεσμα τής παραγωγής, που μπορεί να είναι είτε υλικό αγαθό, λ.χ. τρόφιμα, ενδύματα, μηχανήματα, είτε άυλο, όπως λ.χ. υπηρεσίες, εφευρέσεις, έργα τέχνης (α. «προϊόντα βιομηχανίας» β.«προϊόν φαντασίας»)2. η απολαβή από την εργασία, όπως ο μισθός3. μτφ. συνέπεια, αποτέλεσμα, απόρροια, επακόλουθο4. φρ. α) «ομογενή προϊόντα» — τα προϊόντα που έχουν την ίδια ικανότητα εξυπηρέτησηςβ) «τελικά προϊόντα» ή «έτοιμα προϊόντα» — τα προϊόντα που είναι έτοιμα για τελική χρήση, δηλαδή για κατανάλωση ή επένδυσηγ) «ενδιάμεσα προϊόντα» — τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο παραγωγής άλλων προϊόντωνδ) «ακαθάριστο εγχώριο προϊόν» — η αξία τού εγχώριου προϊόντος στην οποία περιλαμβάνεται και η ανάλωση κεφαλαίου, δηλ. οι αποσβέσειςε) «καθαρό εγχώριο προϊόν» — η αξία τού εγχώριου προϊόντος χωρίς την αξία τών αποσβέσεων τού πάγιου προϊόντοςστ) «ακαθάριστο εθνικό προϊόν» — η αξία τού εθνικού προϊόντος στην οποία περιλαμβάνονται και οι αποσβέσειςζ) «καθαρό εθνικό προϊόν» — η αξία τού εθνικού προϊόντος χωρίς τις αποσβέσειςη) «ημικατεργασμένο προϊόν» — προϊόν τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία και, συνεπώς, για να φθάσει στον τελικό καταναλωτή πρέπει να υποστεί πρόσθετη επεξεργασία, όπως είναι λ.χ. τα νήματα μιας πλεκτοβιομηχανίαςθ) «ελαττωματικό προϊόν» — το προϊόν που δεν εκπληρώνει τις προδιαγραφές του ή που παρουσιάζει προβλήματα λειτουργίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. προϊών τού πρόειμι*].
Dictionary of Greek. 2013.